αβγοτάραχο

αβγοτάραχο
Ονομασία των ταριχευμένων αβγών του ψαριού κέφαλος, που ανήκει στην οικογένεια των μουχιλιδών. Το α. προέρχεται από τον θηλυκό κέφαλο, τον γνωστό ως μπάφα, και είναι περιζήτητο. Για την παραγωγή α. χαράσσεται με προσοχή η κοιλιά της μπάφας, αποχωρίζονται τα αβγά, πλένονται και παραμένουν 6 ώρες στα κιβώτια. Μετά μεταφέρονται στο αποξηραντήριο, όπου παραμένουν περίπου 48 ώρες. Aν πρόκειται να διατηρηθούν πολύ, περιβάλλονται από λεπτό στρώμα κεριού. Στην Ελλάδα, καλής ποιότητας α. παρασκευάζεται στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό. Οι ταραμάδες, αλίπαστα α., που πουλιούνται σε βαρέλια, προέρχονται κυρίως από μπακαλιάρους, ψάρια του Β Ατλαντικού. Το Μεσολόγγι φημίζεται για τα αβγοτάραχά του, που προέρχονται από κέφαλους της λιμνοθάλασσας.
* * *
το (Μ ἀβγοτάραχον)
διατηρημένες δίδυμες, γεμάτες αβγά ωοθήκες ψαριών, ιδιαίτερα τού ψαριού κέφαλος (Mugil cephalus, κν. μπάφα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀβγοτάριχος, με αφομοίωση του ι προς το α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβγοτάραχο — το ωοθήκη ψαριών διατηρημένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυοτάριχον — ἰχθυοτάριχον, τὸ (Μ) χαβιάρι, αβγοτάραχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + τάριχος «παστό ψάρι»] …   Dictionary of Greek

  • κορβίνη — η ζωολ. γένος ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ψαριών, με ένα μόνο είδος, μήκους 25 περίπου εκατοστομέτρων, από τις ωοθήκες τού οποίου παρασκευάζεται πολύ καλό αβγοτάραχο …   Dictionary of Greek

  • μεσολογγίτικος — η ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Μεσολόγγι ή αυτός ο οποίος προέρχεται από το Μεσολόγγι («μεσολογγίτικο αβγοτάραχο») …   Dictionary of Greek

  • χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… …   Dictionary of Greek

  • χαβιαρόγλωσσα — η, Ν το αβγοτάραχο …   Dictionary of Greek

  • ωοτάριχο — το / ᾠοτάριχον, ΝΜ, και ωοτάριχος, ο, Ν το αβγοτάραχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + τάριχος] …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλικό — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 4 μ., 4.312 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του δήμου Αιτωλικού (βλ. λ. Αιτωλικού, δήμος). Η κωμόπολη είναι χτισμένη πάνω σε ένα μικρό νησί που έχει μήκος 500 μ. και πλάτος 400 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”